- αιμομιγής
- ης, ες смешанный с кровью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιμομιγής — ές και αιμομειγής αυτός που είναι αναμιγμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + μιγής < εμίγην, μείγνυμι] … Dictionary of Greek